τυμπανοκρούστης

τυμπανοκρούστης
ο, Ν
αυτός που χτυπά το τύμπανο, τυμπανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο-κρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νταουλόξυλα — τα μουσ. τα δύο ξύλα με τα οποία παίζεται το νταούλι και από τα οποία το ξύλο τού αριστερού χεριού λέγεται βέργα ή βίτσα και είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ, ενώ τού δεξιού χεριού, ο τυμπανοκρούστης, λέγεται κόπανος και είναι πιο χοντρό και πιο βαρύ… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανιστής — ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ [τυμπανίζω] αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης νεοελλ. (ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοκρουσία — η, Ν 1. η κρούση τού τύμπανου, τυμπανισμός 2. μτφ. θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση («η πρεμιέρα τού θεατρικού έργου έγινε με τυμπανοκρουσίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοτρίβης — ὁ, Α 1. αυτός που κρούει το τύμπανο, τυμπανοκρούστης 2. μτφ. (για τους ευνούχους ιερείς τής Κυβέλης) θηλυπρεπής, κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + τρίβης (< τρίβω), πρβλ. φαρμακο τρίβης] …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • τυμπανιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης, ο ταμπουρλιέρης. 2. στρατιώτης που χτυπά το τύμπανο σε βηματισμούς στρατιωτικών τμημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”